ἐγκατέρχομαι

Spanish (DGE)

• Grafía: graf. ἐνκ-
regresar, volver εὐθέως οὖν μνησθήσῃ αὐτῷ ἵνα ἐνκατέλθῃ PMil.Vogl.279.10 (I d.C.).