ἐγκαταρρήγνυμι

Spanish (DGE)

desatarse, irrumpir πνεῦμα ... ἐγκατέρρηξεν ἀπηλιωτικὸν ἀπ' αὐτοῦ τοῦ ἀκρωτηρίου Ant.Diog.Fr.Pap.Dub.2.24.