ἐγκαταστηρίζω

English (LSJ)

fix firmly in, Corn. ND6 (Pass.).

Spanish (DGE)

fijar c. ac. y dat. τὸν λόγον τὸν ἅγιον ... ταῖς καρδίαις αὐτῶν Ep.Diog.7.2, en v. pas. εἰς τὸ μεσαίτατον αὐτοῦ ὁ λίθος οὗτος Corn.ND 6.

German (Pape)

[Seite 706] darin festsetzen, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκαταστηρίζω: μέλλ. -ξω, στερεῶς, καταστηρίζω, Κορνοῦτ. π. Θ. Φύσ. 6, ἐν τῷ παθ.