ἐγκατειλέομαι

English (LSJ)

to be cooped up in, Arist.Mu.395b33, dub. in Ph. 2.504.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκατειλέομαι: παθ. ἐμπλέκομαι, περιπλέκομαι ἔν τινι, Ἀριστ. π. Κόσμ. 4. 29.

Russian (Dvoretsky)

ἐγκατειλέομαι: собираться, накапливаться (τοῖς τῆς γῆς κοιλώμασι Arst.).