ἐγκονίς

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, maid-servant, Suid.

Spanish (DGE)

-ίδος, ἡ sirvienta Sud., cf. ἀγκονίς.

German (Pape)

[Seite 709] ίδος, ἡ, Dienerinn, Suid., vgl. διάκονος.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκονίς: -ίδος, ἡ, ὑπηρέτρια, Σουΐδ.· πρβλ. διάκονος.