ἐγκρατέως

English (LSJ)

Ionic for ἐγκρατῶς, Adv. fr. ἐγκρατής.

French (Bailly abrégé)

ion. c. ἐγκρατῶς.

Russian (Dvoretsky)

ἐγκρᾰτέως: Theocr. = ἐγκρατῶς.