ἐγκρυπτάζομαι
Spanish (DGE)
ocultarse, estar al acecho fig. τὸ φιλήδονον πνεῦμα τὸ ἐγκρυπταζόμενον ἐν τοῖς τοῦ σώματος μέλεσι Nil.M.79.552B.
ocultarse, estar al acecho fig. τὸ φιλήδονον πνεῦμα τὸ ἐγκρυπταζόμενον ἐν τοῖς τοῦ σώματος μέλεσι Nil.M.79.552B.