ἐγκυλινδέομαι
Spanish (DGE)
1 revolcarse fig. refocilarse c. dat. βορβόρῳ Didym.M.39.740B, cf. Chrys.M.51.224, πάθεσι Procl.in Ti.3.259.4, τῇ πορνείᾳ Chrys.M.63.738, τοῖς τοῦ βίου ματαίοις Sch.Ar.Ra.420D., tb. c. ἐν y dat. ἐν αὐτοῖς (τοῖς μάγοις) ἐγκυλινδεῖται Epiph.Const.Haer.66.88.3.
2 dar vueltas y vueltas τῷ αὐτῷ πράγματι Sud.ου 890.