ἐγκύρτωσις

English (LSJ)

-εως, ἡ, curvature, Cass.Pr.38.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
medic. curvatura ἐπὶ μὲν τῶν κώλων κατάγματος μετ' ἐγκυρτώσεως γενομένου Cass.Pr.38.