ἐγχέζω

English (LSJ)

fut. ἐγχέσω or ἐγχεσοῦμαι: pf. ἐγκέχοδα, = Lat.
A incacare, Ar.Ra.479: c. acc., to be in a horrid fright at one, Id.V.627.

Spanish (DGE)

• Morfología: perf. ἐγκέχοδα
cagarse encima abs. τί δέδρακας; ἐγκέχοδα Ar.Ra.479, cf. Gloss.3.402.
tb. c. ac. fig. κἀγκεχόδασίν μ' οἱ πλουτοῦντες se me cagan los ricos (de miedo), Ar.V.627.

German (Pape)

[Seite 712] (s. χέζω), drein scheißen, Ar. Ran. 479; τινά, aus Furcht vor Einem, Vesp. 627.

French (Bailly abrégé)

conchier, embrener.
Étymologie: ἐν, χέζω.

Russian (Dvoretsky)

ἐγχέζω: (pf. ἐγκέχοδα) (на или во что-л.) испражняться Arph.: ἐ. τινά ирон. Arph. умирать от страха перед кем-л.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγχέζω: μέλλ. -χέσω ἢ -χεσοῦμαι: πρκμ. ἐγκέχοδα: - Λατ. incacare, χέζω ἐν..., ἀποπατῶ διὰ φόβον, οὗτος, τί δέδρακας; ἐγκέχοδα Ἀριστοφ. Βάτρ. 479· μετ’ αἰτ., φοβοῦμαι τινά, κἀγκεχόδασίν μ’ οἱ πλουτοῦντες, «μὲ τρέμουν οἱ πλούσιοι», «τὰ κάμνουν ἐπάνω τους ἀπὸ τὸν πρὸς ἐμὲ φόβον», ὁ αὐτ. Σοφ. 627.

Greek Monolingual

ἐγχέζω (Α)
φρ.
1. «οὗτος τί δέδρακας;» — «ἐγκέχοδα» — χέστηκα, τά 'κάνα πάνω μου απ' τον φόβο
2. «κἀγκεχοδασί μ' οἱ πλουτοῦν τες» — και τά κάνουν απάνω τους οι πλούσιοι όταν μέ βλέπουν (Αριστφ.).

Greek Monotonic

ἐγχέζω: μέλ. -χέσω ή χεσοῦμαι, παρακ. ἐγκέχοδα· Λατ. incacare, σε Αριστοφ.· με αιτ., βρίσκομαι σε φρικώδη τρόμο, στον ίδ.

Middle Liddell

fut. -χέσω or -χεσοῦμαι perf. ἐγκέχοδα
Lat. incacare, Ar.: c. acc. to be in a horrid fright at one, Ar.