ἐγχειριστής

German (Pape)

[Seite 713] ὁ, = ἐγχειρητής, d. l. bei Adamant. Physiogn. 2, 27.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγχειριστής: ὁ, διάφ. γρ. ἀντὶ ἐγχειρητὴς παρ. Ἀδαμαντ. Φυσιογν. 2. 27.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
que cursa órdenes, Gloss.2.284, dud. en IGChÉg.479.