ἐγχελέων

Greek (Liddell-Scott)

ἐγχελέων: ἢ -υών, ῶνος, ὁ, ἐγχελειοτροφεῖον ἢ κόφινος πλήρης ἐγχελύων, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 4, 34, 37.