ἐγχωστήριος

English (LSJ)

ἐγχωστήριον, useful for filling up, ὄργανα App.BC5.36.

Spanish (DGE)

-ον
apto, propio para rellenar con tierra τάφρων ἐγχωστήρια ὄργανα App.BC 5.36.

German (Pape)

[Seite 715] zum Ein-, Zudämmen dienlich, ὄργανα ἐγχ. τάφρων App. Civ. 5, 36.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγχωστήριος: -ον, χρήσιμος πρὸς πλήρωσιν, Ἀππ. Ἐμφ. 5. 36.