ἐείσατο

English (LSJ)

v. εἴσομαι ΙΙ.

Spanish (DGE)

v. 2 εἴσομαι.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. ao. Moy. de εἶμι.

Greek (Liddell-Scott)

ἐείσατο: γ΄ ἑν. πρόσ. Ἐπ. ἀορ. τοῦ εἶμι (ibo), Ἰλ. Ο. 415· ἐεισάσθην β΄ δυϊκ. αὐτόθι 544.

Greek Monotonic

ἐείσατο: γʹ ενικ. Επικ. αορ. του εἶμι (ibo)· βʹ δυϊκ. ἐεισάσθην.