v. εἴσομαι ΙΙ.
[Seite 717] = εἰσάσθην, von εἶμι, Il. 15, 544.
3ᵉ duel ao. Moy. de εἶμι.
see εἶμι.
ἐεισάσθην: эп. 3 л. dual. med. к εἶμι.