2ᵉ sg. prés. sbj. poét. de ἐθέλω.
ἐθέλῃσθα: Επικ. αντί ἐθέλῃς, βʹ ενικ. υποτ. του ἔθελω.
ἐθέλῃσθα: эп. 2 л. sing. praes. conjct. к ἐθέλω.