ἐθέλῃσθα

French (Bailly abrégé)

2ᵉ sg. prés. sbj. poét. de ἐθέλω.

Greek Monotonic

ἐθέλῃσθα: Επικ. αντί ἐθέλῃς, βʹ ενικ. υποτ. του ἔθελω.

Russian (Dvoretsky)

ἐθέλῃσθα: эп. 2 л. sing. praes. conjct. к ἐθέλω.