ἐθνίτης

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, of the same nation, Eust.901.9, Suid.; ἐθνιστής, Hsch.

Spanish (DGE)

-ου
connacional, paisano Paus.Gr.ε 11, Phot.ε 166, Eust.901.9.

Greek (Liddell-Scott)

ἐθνίτης: -ου, ὁ, ὁ ἐκ τοῦ αὐτοῦ ἔθνους, Εὐστ. 901. 9, Σουΐδ.: παρ’ Ἡσυχ. τὸ ἐθνίστης πρέπει νὰ διορθωθῇ ἐθνίτης.

Greek Monolingual

ἐθνίτης, ο (Α) έθνος
(για πρόσ.) ο ομοεθνής.

German (Pape)

ὁ, Suid. und Eust., aus demselben Volke, Landsmann.