ἐθρέφθην

French (Bailly abrégé)

v. τρέφω.

Greek Monotonic

ἐθρέφθην: Παθ. αορ. αʹ του τρέφω, Ενεργ. αορ. αʹ ἔθρεψα.

Russian (Dvoretsky)

ἐθρέφθην: aor. 1 pass. к τρέφω.

German (Pape)

aor. pass. zu τρέφω.