ἐκδέκομαι

German (Pape)

[Seite 756] ion. = ἐκδέχομαι.

French (Bailly abrégé)

ion. c. ἐκδέχομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐκδέκομαι: ион. = ἐκδέχομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκδέκομαι: Ἰων. ἀντὶ ἐκδέχομαι, Ἡρόδ.

Spanish (DGE)

v. ἐκδέχομαι.

Greek Monotonic

ἐκδέκομαι: Ιων. αντί ἐκδέχομαι.