ἐκδηθύνω

English (LSJ)

to be protracted, of disease, Aret.CD1.1.

Spanish (DGE)

prolongarse, perdurar de las enfermedades, Aret.CD 1.1.1.

German (Pape)

[Seite 756] = simpl., Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκδηθύνω: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ δηθύνω, ἢν δὲ καὶ ἐκδηθύνῃ (ἡ νόσος) χρόνῳ καρτερὰ ἔσται, ἐὰν δὲ διαρκῇ ἢ βραδύνῃ νὰ ἰαθῇ, Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 1.

Greek Monolingual

ἐκδηθύνω (Α)
αργώ πάρα πολύ.