ἐκδιάστρα

English (LSJ)

κλῶσμα, ὁ στήμων, Hsch.; cf. δίασμα.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ urdimbre Hsch., cf. δίασμα.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκδιάστρα: ἡ, «κλῶσμα, ὁ στήμων» Ἡσύχ.