ἐκδισκεύω
German (Pape)
[Seite 757] (wie einen Diskos) herausschleudern, bei Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκδισκεύω: ῥίπτω μακρὰν ὡς δίσκον, ἐκσφενδονίζω, Φώτιος ἐν Ἑλλ. Ἀνεκδ. Οὐολφ. τ. 1, σ. 43.
Spanish (DGE)
lanzar el disco, fig. disparar fuera de, expulsar c. gen. ὃ καὶ μάλιστα τοῦ ζῆν αὐτὸν ἐξεδίσκευσεν (su intemperancia) lo que muy especialmente le lanzó fuera de la vida, e.e., le llevó a perder la vida Philost.HE 11.1.
Greek Monolingual
ἐκδισκεύω (Μ)
ρίχνω μακριά όπως στη δισκοβολία, εκσφενδονίζω.