ἐκδυάζομαι
English (LSJ)
Pass., to be conjoined, ποικίλως σὺν ἀλλήλαις Phld. Herc.1003.
Spanish (DGE)
trabar, emparejar ποικίλως «ὑπὸ τῶν» «ἐκ τῆς» ... [σὺν] ἀλλήλαις ἐκδεδυασ[μέν] ων Phld.Log.Libr.p.95.
Pass., to be conjoined, ποικίλως σὺν ἀλλήλαις Phld. Herc.1003.
trabar, emparejar ποικίλως «ὑπὸ τῶν» «ἐκ τῆς» ... [σὺν] ἀλλήλαις ἐκδεδυασ[μέν] ων Phld.Log.Libr.p.95.