ἐκδῦμεν

French (Bailly abrégé)

1ᵉ pl. épq. opt. ao.2 de ἐκδύω.

Greek Monotonic

ἐκδῦμεν: Επικ. αντί ἐκδῦναι, απαρ. αορ. βʹ του ἐκδύω.

Russian (Dvoretsky)

ἐκδῦμεν: эп. 1 л. aor. 2 opt. к ἐκδύω.