1ᵉ pl. épq. opt. ao.2 de ἐκδύω.
ἐκδῦμεν: Επικ. αντί ἐκδῦναι, απαρ. αορ. βʹ του ἐκδύω.
ἐκδῦμεν: эп. 1 л. aor. 2 opt. к ἐκδύω.