ἐκθρυλέω

English (LSJ)

chatter out, Poll.6.207:—Pass., ἐκτεθρυλημένος ib.206.

Spanish (DGE)

divulgar Poll.6.207, en v. pas. λόγος ... ἐκτεθρυλλημένος (sic), Cyr.Al.M.73.732D, cf. M.68.676C, Poll.6.206.

German (Pape)

[Seite 761] ausschwatzen, Poll. 6, 207.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκθρῡλέω: ἐκβοῶ, κοινολογῶ, διαθρυλῶ. Πολυδ. ϛʹ, 206, 207.