ἐκκαθάρματα

Spanish (DGE)

-ων, τά
basura, desechos ὃς ἂν βάλῃ τὰ ἐκ[α] θάρματ[α] (sic) ἄνωθεν τῆς ὁδō IG 12(5).107.2 (Paros V a.C.).