ἐκκαλυπτέον
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκαλυπτέον: ῥημ. ἐπίθ., δεῖ ἐκκαλύπτειν, Εὐστ. εἰς Ὁμ. Ὀδ.
Spanish (DGE)
hay que exponer, hay que revelar τουτονὶ ... ὅτι Aristid.Quint.77.7, τὰς ἀπράκτους ἀνίας τοῖς φίλοις Eust.1718.41.
ἐκκαλυπτέον: ῥημ. ἐπίθ., δεῖ ἐκκαλύπτειν, Εὐστ. εἰς Ὁμ. Ὀδ.
hay que exponer, hay que revelar τουτονὶ ... ὅτι Aristid.Quint.77.7, τὰς ἀπράκτους ἀνίας τοῖς φίλοις Eust.1718.41.