ἐκκανάσσω

English (LSJ)

drink off, τήνδ'..ἐκκανάξει (sc. κύλικα) Eup.272, cf. Ael.Ep.4.

Spanish (DGE)

(ἐκκᾰνάσσω) 1 vaciar totalmente, apurar τὴν δ' αὐτὸς ἐκκανάξει Eup.292, τρεῖς ἁδρὰς ... κύλικας Ael.Ep.4.
2 ἐκκανάξειν· θορυβήσειν Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκκᾰνάσσω: ἐκπίνω, τήνδ’ αὐτὸς ἐκκανάξει (ἐνν. κύλικα) Εὔπολ. ἐν «Φίλοις» 8· πρβλ. Πολυδ. Ι΄, 85.

Greek Monolingual

ἐκκανάσσω (Α)
πίνω μέχρι τέλους, αδειάζω.