ἐκκομισμός
English (LSJ)
ὁ,
A exportation, Str.3.2.4.
II funeral, Phld.D.1.25.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 exportación de productos, Str.3.2.4.
2 entierro τἀπὸ πετάλων προρηθέντ' ... τὰ πρὸς γενεὰν καὶ ἐκκομισμόν las profecías sobre hojas relativas al nacimiento y el entierro Phld.D.1.25.15.
German (Pape)
[Seite 764] ὁ, das Ausführen, Strab. 3, 2, 4.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκομισμός: ὁ, ἐξαγωγή, Στράβων 142.
Greek Monolingual
ἐκκομισμός, ο (Α)
εξαγωγή.