ἐκκρεμάω

Spanish (DGE)

colgar τὰς ἀγκύρας τοῦ βυθοῦ ἀνασπάσαντες ἐκκρεμῶσι τῆς νεώς Sch.Pi.P.4.42a, en v. pas. ἡ δυστυχὴς ... ἐκκρεμωμένη de Andrómeda, S.Fr.128a.