ἐκλέπισις

English (LSJ)

εως, ἡ, taking off the shell: hatching, Suid.s.v. νεοττεία.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
eclosión νεοττεία· ἡ ἐ. τῶν ὠῶν Anecd.Ludw.213.14, cf. Sud.s.u. νεοττεία.

German (Pape)

[Seite 767] ἡ, das Abschälen, das Ausbrüten der Eier, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκλέπισις: -εως, ἡ, ἡ ἀφαίρεσις τοῦ κελύφους: ἡ ἐκκόλαψις, Σουΐδ. ἐν λέξει νεοττεία.