ἐκμυζηθμός

English (LSJ)

ὁ, = ἐκμύζησις (sucking out), Alex.Trall. 3.3.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
succión διὰ τοῦ στόματος Orib.Eup.4.36.5, cf. Alex.Trall.2.95.20.

German (Pape)

[Seite 769] ὁ, das Aussaugen, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκμυζηθμός: ὁ, = τῷ ἑπομ., Γαλην. τ. 13, σ. 408.

Greek Monolingual

ἐκμυζηθμός, ο (Α)
εκμύζηση, απομύζηση.