ἐκμυκτηρισμός

English (LSJ)

ὁ, derision, Hsch.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ mofa Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκμυκτηρισμός: μυκτηρισμός.

Greek Monolingual

ἐκμυκτηρισμός, ο (Α)
χλευασμός.