ἐκνεασμός
English (LSJ)
ὁ, renewal, Simp.in Ph.4.36, in Epict.p.37D.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
rejuvenecimiento, renovación τῶν γεγηρακότων Simp.in Ph.4.36, cf. in Epict.14.83.
German (Pape)
[Seite 770] ὁ, die Erneuung, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκνεασμός: ὁ, ἀνανέωσις, Σιμπλίκ. Προοίμ. εἰς Ἀριστ. Φυσ. Ἀκρ. παρὰ Στοβ. 7. σ. 204.