ἐκπίασμα

English (LSJ)

-ατος, τό, = ἐκπίεσμα, Hsch. s.v. ἐπίτερα:

Spanish (DGE)

-ματος, τό
machacadura de plantas para hacer un conjuro PMag.5.70, ἐλαιῶν Hsch.s.u. ἐπιτερῆ.

German (Pape)

s. ἐκπίεσμα.