ἐκπαφλάζω

English (LSJ)

boil or bubble over, Arist.Pr.936b23.

Spanish (DGE)

1 desbordarse, borbotear hasta salirse τὸ μὲν ὕδωρ ζέον οὐκ ἐκπαφλάζει Arist.Pr.936b23.
2 saltar, crepitar hacia fuera φλὸξ ἐκ τῶν θεμελίων ἐκπαφλάσασα κατέφλεξεν ... πολλούς Ps.Caes.218.620.

German (Pape)

[Seite 771] Blasen mit Geprassel aufwerfen, wie kochendes Wasser, Arist. probl. 24, 9.

Russian (Dvoretsky)

ἐκπαφλάζω: (о кипящей жидкости) выливаться через край (τὸ ὕδορ ζέον ἐκπαφλάζει Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπαφλάζω: βράζων φουσκώνω καὶ χύνομαι ἔξω, διὰ τί τὸ μὲν ὕδωρ ζέον οὐκ ἐκπαφλάζει, τὸ δὲ ἔτνος καὶ ἡ φακῆ; Ἀριστ. Προβλ. 24. 9, 1.

Greek Monolingual

ἐκπαφλάζω (Α)
βράζοντας φουσκώνω και χύνομαι έξω.