ἐκπλατύνω

English (LSJ)

flatten out, Sor.1.102; ἀγγεῖον -υσμένον broad at the top, Sch.Il.23.243.

Spanish (DGE)

1 tr. allanar, aplanar ἰγνύας Sor.2.12.66
fig. explicar ἡμῖν ... τὴν θεωρίαν ἐκπλατύνειν Cyr.Al.M.73.100D.
2 intr., en v. med. abrirse, ensancharse, ampliarse ἀγγεῖον ἐκπεπλατυσμένον ἄνωθεν Sch.Er.Il.23.243
fig. extenderse, ampliarse ἐκπλατύνεσθαι τοῦ Σωτῆρος τὴν δόξαν ἐπιθυμεῖ Cyr.Al.M.74.289A, cf. 73.21B.

German (Pape)

[Seite 773] ausdehnen in die Breite, pass., Schol. Il. 23, 243.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπλατύνω: πλατύνω πρὸς τὰ ἔξω, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ψ. 243· ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 378.

Greek Monolingual

(AM ἐκπλατύνω)
διαπλατύνω, διευρύνω.