ἐκπληκτικῶς

French (Bailly abrégé)

adv.
1 de façon à exciter l'étonnement;
2 d'une façon effrayante.
Étymologie: ἐκπληκτικός.

Russian (Dvoretsky)

ἐκπληκτικῶς:
1 потрясающе, ужасающе, грозно (προσφέρεσθαί τινι Diod.; πρὸς ἀγῶνα κατεσκευασμένος Plut.);
2 ошеломляюще, изумительно: ἐ. ἀποδέχεσθαί τινα Polyb. изумляться кому-л.