ἐκπρεπόντως

English (LSJ)

Adv.=ἐκπρεπῶς, D.C.74.1.

Spanish (DGE)

adv. sobre part. pres. de ἐκπρέπω con distinción, elegantemente οἵ τε στρατιῶται ... ἐ. ἀνεστρέφοντο D.C.74.1.4.

German (Pape)

[Seite 776] = ἐκπρεπῶς, D. Cass. 74, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπρεπόντως: ἐπίρρ. = ἐκπρεπῶς Δίων Κ. 74. 1.