ἐκπροθρῴσκω

English (LSJ)

spring out or forth, aor. part. -θορών Orph.A.346, Man.6.33; ὅτ' ἂν βρέφος ἐκπροθόρῃσι Max.226.

Spanish (DGE)

1 nacer, saltar, salir ref. al nacimiento, esp. de dioses ἐκ δ' ἔθορε πρὸ φόως δέ h.Ap.119 (tm.), γενετῆρος πηγῆς ἐκπροθοροῦσα de Atenea, Procl.H.7.2, γαστέρος Man.6.33, ὅτ' ἂν βρέφος ἐκπροθόρῃσι ... μελέων Max.226, c. adv. σέθεν ἐκπροθορών Synes.Hymn.1.407.
2 saltar, salir al exterior c. gen. κύματος ἐκπροθορών Orph.A.346.

German (Pape)

(θρῴσκω), heraus- und hervorspringen; ἐκπροθορών Orph. Arg. 344; Man. 6.33.