ἐκριπισμός

English (LSJ)

ὁ, blowing forth, Epicur.Ep.2p.45U.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ soplido, soplo Epicur.Ep.[3] 101.

German (Pape)

[Seite 778] ὁ, das Anfachen, Epicur. bei D. L. 10, 101.

Russian (Dvoretsky)

ἐκρῑπισμός:выдувание (ὑπὸ πνευμάτων Epicur. ap. Diog. L.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκρῑπισμός: ό, τὸ ἐκριπίζειν, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 101.

Greek Monolingual

ἐκριπισμός, ο (Α)
η ενέργεια του εκριπίζω.