ἐκσεμνύνω

English (LSJ)

exalt, strengthened for σεμνύνω, Ath.14.661e.

Spanish (DGE)

enaltecer, engrandecer τὴν τέχνην (τὴν μαγειρικήν) Ath.661e.

German (Pape)

[Seite 778] verstärktes simplex, τέχνην, Ath. XIV, 661 e.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκσεμνύνω: ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ σεμνύνω, Ἀθήν. 661Ε.

Greek Monolingual

ἐκσεμνύνω (Α)
επιτατ. του σεμνύνω.