ἐκφάντωρ

English (LSJ)

sine expl., Id.

Spanish (DGE)

-ορος, ὁ
crist. el que revela simbólica o místicamente οἱ ἱερεῖς ἐκφάντορές εἰσι τοῦ θεοῦ Dion.Ar.Ep.8.1, de los apóstoles, Anon.Hier.Luc.4.43, cf. Et.Gud.

German (Pape)

[Seite 784] ορος, ὁ, Offenbarer, Dion. Areop.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκφάντωρ: -ορος, ὁ, ὁ ἐκφαίνων, ὁ ἀποκαλύπτων, ὁ τῶν μυστηρίων τὰ ἄρρητα συμβολικῶς ἐκφαίνων, = ἱεροφάντης, Μάξ. Ὁμολ. Σχόλ. 193Β.

Greek Monolingual

ἐκφάντωρ, ο (AM)
αυτός που φανερώνει, που φέρνει στο φως τα μυστικά, τα απόρρητα, τα μυστήρια, ο ιεροφάντης («οἱ ιερεῖς ἐκφάντορές εἰσι τοῦ θεοῦ», Διον. Αρεοπ.).