ἐλαιοχρηστία
Russian (Dvoretsky)
ἐλαιοχρηστία: ἡ употребление оливкового масла (Diog. L. - v. l. ἐλαιοχριστία).
German (Pape)
ἡ, Ölgebrauch; s. auch ἐλαιοχριστία a.E.
ἐλαιοχρηστία: ἡ употребление оливкового масла (Diog. L. - v. l. ἐλαιοχριστία).
ἡ, Ölgebrauch; s. auch ἐλαιοχριστία a.E.