ἐλαφρόπους

German (Pape)

[Seite 792] οδος, leichtfüßig, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλαφρόπους: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ἐλαφροὺς πόδας, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 25 ἔνθα ἀναγνωστέον ἐλαφρὰ ποδῶν· - «ἀερσίποδες· ταχύποδες, ἐλαφρόποδες» Ἡσύχ.

Spanish (DGE)

-ουν
de ligeras patas ἵπποι Q.S.4.512, glos. a ἀερσίποδες Hsch.

Greek Monolingual

ἐλαφρόπους, ο, η (Α)
αυτός που έχει ελαφριά πόδια, ο γοργοπόδαρος.