ἐλαχύνωτος

English (LSJ)

[ῠ], ον<, short-backed, prob.in Pi.Pae.4.14.

Spanish (DGE)

-ον
de estrecho dorso, e.e., pequeño νᾶσος Pi.Fr.52g.(a).6, cf. 52d.14.

English (Slater)

ἐλᾰχύνωτος with short ridge Κάρθαι[α ἐλα]χύνωτον στέρνον χθονός[ (vel βρα]χύνωτον supp. G-H.) Πα. . 1 ἐ]λαχύν[ωτο Πα. 7a. 6.

Greek Monolingual

ἐλαχύνωτος, -ον (Α)
αυτός που έχει στενά νώτα.