ἐλελίχθημα
English (LSJ)
-ατος, τό, (ἐλελίζω *a) violent shaking, Hsch.
Spanish (DGE)
-ματος, τό sacudida violenta Hsch.
German (Pape)
[Seite 795] τό, die Erschütterung, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
Greek Monolingual
ἐλελίχθημα, το (Α)
σεισμός.