ἐληλουθώς

French (Bailly abrégé)

part. pf. épq. de ἔρχομαι.

English (Autenrieth)

ἐλθέμεν(αι): see ἔρχομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐληλουθώς: эп. part. pf. к ἔρχομαι.