ἐλλιμπάνω
German (Pape)
Spanish (DGE)
1 intr. faltar ὅταν δὲ ἐλλείπῃ τὸ δεδομένον, ἐλλιμπάνει καὶ ταῦτα Hero Def.136.32.
2 tr. omitir μηδὲν ἐλλιμπάνειν τῶν εἰς οἰκοδομὴν τῶν Ἐκκλησιῶν no omitir nada para la edificación de iglesias Basil.Ep.203.4, cf. 309.1, M.31.1028D, en v. pas. ὥστε ... τὴν μεγίστην ... πρὸς σωτερίαν ἐντολὴν ἐλλιμπάνεσθαι Basil.M.31.929B.