ἐλλοβώδης

English (LSJ)

ἐλλοβῶδες, with pods, Thphr. HP 8.2.5.

Spanish (DGE)

-ες
bot. que produce el fruto en vaina neutr. subst. τὰ ἐλλοβώδη (φυτά) Thphr.HP 8.2.5.

German (Pape)

[Seite 801] ες, wie Schotengewächse, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλλοβώδης: -ες, (εἶδος), ὁ ἔχων λοβὸν ἢ ὅμοιος πρὸς τὰ ἔλλοβα φυτά, Θεόφρ. π. τὰ Φυτ. Ἱστ. 8. 2, 5.